-
1 паронапряжение котла, удельное
η ειδική ατμοποίηση του λέβηταη ατμο-ποίηση ανά μονάδα επιφάνειας της θέρμανσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > паронапряжение котла, удельное
-
2 перепитка котла
η υπερπλήρωση του λέβητα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перепитка котла
-
3 корпус
1. тех. το σώμα, ο κορμός, το κέλυφος, το πλαίσιο, η θήκη· - амортизатора - του απορροφητήρα κραδασμών- транзистора - της κρυσταλλολυχνίας, разг. του τρανζίστορ (ξεν.)2. (остов судна) το σκάφος* наружный - судна το εξωτερικό περίβλημα του σκάφους 3. (здание) το (χωριστό) τμήμα (ενός) μεγάλου οικο-δομήματος/κτηρίου 4. полигр. το στοιχείο των 10 στιγμών 5. (туловище) το σώμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > корпус
-
4 мощность
1. (физическая величина) η ισχύς, η δύναμηбуксировочная мор. - της ρυμούλκησης" короткого замыкания - του βραχυκυκλώματος- на испытании мор. - στις δοκιμές, δοκιμαστική -поглощаемая (изм.) - απορροφημένη -полезная - ωφέλιμη -, πραγματική -потребляемая - καταναλισκομένη -, καταναλωμένη -тормозная - του φρένου/της πέδηςэффективная - ωφέλιμος -, πραγματική -2. (производственная) οι δυνατότητες της εγκατάστασηςη παραγωγική ικανότηταпроизводственная - της παραγωγής, η εγκατάσταση της παραγωγής3. (горных пород) το πάχος 4. -И (ΜΗ.) (объекты) οι εγκαταστάσεις (πλ.)производственные - παραγωγικές -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мощность
-
5 опора
το στήριγμα, το έρεισμα, η βάση, το έδρανοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > опора
-
6 днище
ο πυθμένας, ο πάτος- - котла - του λέβητα, - поршня η κεφαλή του εμβόλου- судна - του πλοίου, η γάστραРусско-греческий словарь научных и технических терминов > днище
-
7 подпитка
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подпитка
-
8 пространство
ο χώρος, η έκταση, το διάστημαбесстоечное горн. - χωρίς υποστηρίγματαвыработанное - горн. κενός - εξορύξεωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пространство
-
9 вода
1. (жидкость, представляющая собой соединение водорода с кислородом) το ύδωρразг. το νερόаммиачная - αμμωνιακό -, η υδαρής αμμωνίαдистиллированная - αποσταγμένο/απεσταγμένο -жёлтая - мед. το γλαύκωμαжёсткая - σκληρό -, ασβεστούχο -забортная - мор. θαλάσσιο -зельтерская - см. сельтерская -малая - мор. η ρηχία- θαλάσσηςмытьевая - πλυσίμα-τος/πλύσηςобессоленная - см. опресненная -оборотная - см. циркуляционная -отходящая - см. отработавшая -охлаждающая - ψύξης, ψυκτικό -охлаждённая - κρυο/κρυωμένο -питательная - (котла) мор. - τροφοδότησης (λέβητα), τροφοδοτικό -полная - мор. η πλήμμηполная квадратурная - η πλήμμη διχοτομικής παλίρροιας, η πλήμμη παλίρροιας τετραγωνισμούпроточная - τρεχούμενο -, ρέον -рабочая мор. - λειτουργίαςсбросная - см. отработавшая -солёная - см. морская -тяжелая - физ. βαρύ - (D20)химически связанная - χημι-κά/χημικώς ηνωμένο/ενωμένο -2. -ы мн. τα ύδατα (πλ)· грунторые - υπόγεια -сточные - ακάθαρτα -, τα βροχόνερα3. -ы мед. τα νεράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вода
-
10 система
το σύστημα- автоматического регулирования замкнутая - αυτόματης ρύθμισης, κλειστού τύπουбанковская - (банк.) τραπεζικό -валютная - эк. νομισματικό -вегетативная нервная анат. το φυτικό νευρικό -- гидроакустическая опускаемая (вертолётом) υδροακουστικό καταδυόμενο/καταβιβαζόμενο - (από ελικόπτερο)грузовая мор. - φορτοεκφόρτωσηςдвухпроводная эл. - δύο αγωγώνдыхательная - анат. αναπνευστικό -- единиц МКС - M.K.S. (μέτρο, χιλιόγραμμοзапоминающая вчт. - αποθήκευσηςизолированная - απομονωμένο -, κλειστό -информационная - πληροφοριών, πληροφοριακό -корневая - бот. ριζικό -лимфатическая - биол. λεμφικό/λεμφατικό -линейная - мат. γραμμικό -- мер метрическая (διεθνές) μετρικό -, δεκαδικό - μέτρησηςмоечная - πλύσης, το δίκτυο πλύσηςмышечная - анат. μυϊκό -- набора поперечная мор. εγκάρσιο - ενισχύσεων (του πλοίου)- набора продольная мор. διά-μηκες - ενισχύσεων (του πλοίου)- набора смешанная мор. μ(ε)ικτό - ενισχύσεων (του πλοίου)налоговая эк. - φορολογικό -нервная - анат. νευρικό -нуле-единичная (киб.) - δύο καταστάσεων (0 και Ι)ордовикская - (период) (геол.) η ορδοβίσιος περίοδος/εποχήпериферическая нервная - анат. περιφε-ριακό νευρικό -покровительственная - эк. см. протекционизм (в 1 знач.)противообледенительное - ав. αντιπαγωτικό -радиолокационная - с электронным сканированием - του ραντάρ με ηλεκτρονική σάρωση- сбыта торг. - πωλήσεωνсердечнососудистая - анат. καρδιοαγγειακό -симпатическая нервная - анат. συμπαθητικό νευρικό -симметричная - СГС см. - единиц СГС смазочная - λίπανσης- счисления непозиционная - αρίθμησης μη-προσδιοριζόμενο από τη θέση συμβόλου (π.χ. ρωμαϊκό)- счисления позиционная - αρίθμησης προσδιοριζόμενο από τη θέση του συμβόλου (π.χ. δεκαδικό)трёхпроводная эл. τρισύρματο -трёхфазная - эл. τριφασικό -триасовая - (геол.) η τριασική περίοδοςфановая - мор. το δίκτυο λυμάτωνцентральная нервная - физиол. κεντρικό άνευρικό -- элементов Менделеева периодическая περιοδικό - των στοιχείων του Μεντελέγιεφ (Mendeleiev)эндокринная - анат. ενδοκρινές -юрская - см. юраРусско-греческий словарь научных и технических терминов > система
-
11 камера
1. (помещение) о θάλαμος, το διαμέρισμαбродильная - ζύμωσης (του κρασιού, του ζύθου)водоприёмная гидр. - εισα-γωγής/αναρρόφησης νερούнасосная горн. - της αντλίαςотстойная - см. осадочная -сопловая (тепл.) - ακροφυσίωνтопочная (тепл.) - εστίας/καύσηςфорсажная ав. - υπερσυμπίεσης2. (авто) (внутренняя оболочка шины) о αεροθάλαμος του επισώ-τρου, разг. η σαμπρέλλα (ξεν.) 3. (внутренняя часть фотоаппарата) το εσωτερικό τμήμα (της φωτογραφικής μηχανής) 4. (шлюзовая) мор. η δεξαμενή (για την κάθετη μετακίνηση του πλοίου) σε ανισόπεδη διώρυγα, η δεξαμενή ρύθμισης στάθμης·Русско-греческий словарь научных и технических терминов > камера
-
12 обшивка
1. (материал) η επένδυση, το υλικό της επένδυσηςбортовая - мор. τα ελάσματα της πλευράς, τα πλευρικά ελάσματαбортовая - в районе переменных ватерлиний мор. τα ελάσματα πλευράς της περιοχής των ισάλωνднищевая - мор. τα ελάσματα του πυθμέναнаружная - мор. εξωτερική -, τα ελάσματα του εξωτερικού περιβλήματοςнаружная - судна мор. τα ελάσματα του εξωτερικού περιβλήματος του σκάφους2. (процесс) η επικάλυψη, η επένδυση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обшивка
-
13 доска
1. (деревянная) η σανίδ/α, το σανίδιполовая - του δαπέδου/πατώματος2. (пла-стина, плита) η πλάκαчертёжная - о πίνακας σχεδιάσεων, το σχεδιαστήριο3. маш. η πλάκαнаборная - (по-лигр.) τυπογραφική -, ο σελιδοθέτηςотражательная (громкоговорителя) о σιγαστήρας μεγαφώνου, το χώρισμα των ηχείωνпредохранительная - της ασφαλείας, προστατευτική -трубная - (котла) αυλοφόρος -, ο καθρέπτης του λέβητα4. эл. о πίνακαςключевая (тлф.) - το πληκτρολόγιοτο ταμπλώ (ξεν.)распределительная - с.-х. - διανομής5. мор. η σανίδαтранцевая - (лодки) το έλασμα ή η επιγκενίδα επιπέδου της πρύμνης, разг. η παπαδιά б.(счётная) η πλάκα, ο άβαξο άβακας, το αβάκιο7. (класс-ная) о πίνακας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > доска
-
14 фронт
-а, γεν. πλθ. -ов α.1. (στρατ..) ζυγός παράταξης•выстроить команду на фронт συντάσσω το τμήμα ησ.τα παράταξη (επι ζυγών)•
пройти перед -ом περνώ μπροστά από την παράταξη.
2. (στρατ.) μέτωπο•линия -а η γραμμή του μετώπου•
επίθεση σ όλο το μέτωπο•командующий -ом ο διοικητής του μετώπου.
3. μτφ. αντιπαράθεση, αντιπαράταξη•народный фронт λαϊκό μέτωπο•
идеологический фронт ιδεολογικό μέτωπο.
4. μτφ. τομέας, σφαίρα•трудовой фронт, фронт работы το μέτωπο της δουλειάς.
5. πλθ. фронты, -ов διαχωριστικές ατμοσφαιρικές ζώνες.6. μπροστινή (μετωπική) πλευρά•фронт котла το μπροστινό μέρος του λέβητα.
εκφρ.борьба на два -а – διμέτωπος αγώνας•переменять фронт – κάνω μεταλλαγή•стать (вытянуть(ся) во фронт – παίρνω στάση προσοχής, στέκομαι κόκκαλο, κλαρίνο. -
15 установка
-и θ.1. εγκατάσταση• τοποθέτηση•установка котла τοποθέτηση του λέβητα•
установка машин εγκατάσταση μηχανών.
2. μηχανισμός, συσκευή•установка радиотелеграфная установка ραδιοτηλεγραφική συσκευή.
3. σκοπός-επιδίωξη•взять -у на качество продукции βάζω για σκοπό την ποιότητα των προϊόντων.
|| οδηγία, εντολή•центр дал новыеустановкаи для составления плана το κέντρο έδοσε νέες οδηγίες για την κατάρτιση του σχεδίου.
|| θέση, γνώμη.4. προσαρμογή οργανισμού. -
16 ухо
-а, πλθ. уши, ушей ουδ.1. το αυτί, το ους•у меня болит ухо μου πονά το αυτί•
шум в ушах βουητό στ αυτιά•
глух на одно ухо κουφός από το ένα αυτί•
внутренне ухо το εσωτερικό αυτί•
среднее ухо το μέσο αυτί•
чесать ухо ξύνω το αυτί•
длинные уши μακριά (μεγάλα) αυτιά.
2. μέρη αντικειμένου που μοιάζουν με αυτιά (λαβές κ.τ.τ.)• шапка с ушами σκούφια με αυτιά•уши котла τα αυτιά (οι λαβές) του λέβητα.
3. η βελονότρυπα.4. ακοή•медвежье ухо η ακοή της αρκούδας•
у этого певца тонкое ухо αυτός ο τραγουδιστής έχει λε-τό αυτί•
музыкальное ухо μουσικό αυτί.
εκφρ.ухо-парень – α) επιτήδειος (εφευρετικός) νέος• — девка επιτήδεια (εφευρετική) νεανίδα, β) παλικάρι, λεβέντης• λεβέντισσα•ухо в ухо ή ухо к -у идти (бежать) – συμβαδίζω ακριβώς, βαδίζω (τρέχω) πλάι-πλάι, στο ίδιο ύψος, στην ίδια γραμμή• ухо ή уши режет, дерт χτυπά άσχημα στ αυτιά, μου τρυπά τ αυτιά•навострить ή насторожить ухо ή уши – τεντώνω το αυτί, τα αυτιά, αυτιάζομαι, αφουγκράζομαι•нарвать, натрепать уши кому – τραβώ τ αυτιά κάποιου (τιμωρώ, μαλώνω)•пощадить уши чьи – σέβομαι την παρουσία κάποιου (γι αυτό δεν αναφέρω, λέγω κάτι)•слышать своими ушами – ακούω ο ίδιος (με τα ίδια μου τ αυτιά)•дуть ή петь в уши кому – τρώγω τ αυτιά κάποιου (επιμένω ενοχλητικά)•дать ή съездить, заехать в ухо кому – μπατσίζω, ραπίζω, χαστουκίζω, δίνω σφαλιάρα σε κάποιον•в одно ухо входит, в другое выходит – από το ένα τ αυτί μπαίνει και από τ άλλο βγαίνει, (αδιαφορία στο άκουσμα)•во все уши слушать – είμαι όλος αυτιά (εντείνω την ακοή, ακούω με μεγάλη προσοχή)•в ушах(ухе) звенит ή шумит – βουίζουν τ αυτιά μου (το αυτί μου)•за уши ташить (тянуть) – με το σπρώξιμο (βοηθώντας) κάνω κάποιον να προοδεύσει, να πετύχει•за ушами у кого трешит – τρώγει κάποιος πολύ λαίμαργα•и (даже) -ом не вести – κωφεύω, αδιαφορώ τελείως, δε γυρίζω να ακούσω, δεν ιδρώνει τ αυτί μου•краем -а ή в пол-уха слушать – σχεδόν δεν προσέχω ή ελάχιστα προσέχω (τον ομιλητή)•на ухо говорить (сказать шептать) – λέγω μυστικά στο αυτί, ψιθυρίζω στ αυτί•над -ом звенеть,кричать – ηχώ, φωνάζω σιμά στ αυτί•не видать как своих ушей – δε θα τον δεις ποτέ (όπως δεν μπορείς να δεις τ αυτιά σου)•не для чьих ушей – δεν πρέπει να το ακούσει κάποιος ή να φτάσει στ αυτιά κάποιου•по уши влюбиться (врезаться – κ.τ.τ.) είμαι ερωτοχτυπημένος• πό•уши погрузиться ή увязнуть – είμαι τελείως απορροφημένος•в долгах по уши быть – είμαικα-ταχρεωμένος, ως το λαιμό•и у стен есть уши – και οι τοίχοι έχουν αυτιά (πουθενά και ποτέ δεν είσαι σίγουρος ότι δε σε ακούν).